γεφύρωμα

γεφύρωμα
τό
1) постройка моста; наведение переправы; 2) мост; 3) перен. перебрасывание, наведение мостов;

τό γεφύρωμα τού χάσματος — примирение; — сближение позиций


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γεφύρωμα" в других словарях:

  • γεφύρωμα — bridge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφύρωμα — το (AM γεφύρωμα) [γεφυρώ] η γέφυρα νεοελλ. η γεφύρωση* …   Dictionary of Greek

  • γεφύρωμα — το η γέφυρα (κυριολ. και μτφ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεφυρωμάτων — γεφύρωμα bridge neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρώμασι — γεφύρωμα bridge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρώματα — γεφύρωμα bridge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεφυρώματος — γεφύρωμα bridge neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρογεφύρωμα — το τοίχος που βρίσκεται στις άκρες γέφυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + γεφύρωμα] …   Dictionary of Greek

  • προγεφύρωμα — το, Ν 1. σύνολο οχυρωματικών έργων, αμυντική οργάνωση τοποθεσίας, πριν από γέφυρα, για την προάσπισή της ή για άμυνα από τις προσβολές τού εχθρού 2. προκεχωρημένο στρατιωτικό τμήμα και ο χώρος τον οποίον κατέχει αυτό σε παράκτια ή παρόχθια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»